Συνεταιρισμοί και εργατικός έλεγχος στην Ελλάδα του 20ού αιώνα
Μια ιστορική αναδρομή της ανόδου και της παρακμής του συνεταιριστικού κινήματος στην Ελλάδα, καθώς και των πρώιμων παραδειγμάτων εργατικής ανάκτησης επιχειρήσεων πριν την αλλαγή του αιώνα.
Η ακόλουθη αναδρομή στην ιστορία του αγροτικού συνεργατισμού και της εργατικής συμμετοχής φέρνει στην επιφάνεια μια ποικιλία μη καπιταλιστικών, εν μέρει, διαδικασιών συλλογικής αυτοδιαχείρισης που λειτούργησαν και λειτουργούν παράλληλα με μια οικονομία της αγοράς η οποία τελεί υπό την κυριαρχία του κράτους και περιλαμβάνει ένα πλήθος μικρών επιχειρήσεων, μια υπο-αναπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή και ένα μεγάλο τομέα υπηρεσιών (στο εμπόριο, τον τουρισμό, τα χρηματοοικονομικά κ.ο.κ. (Αγγελίδης 2007, Μηλιός 2013). Στηριζόμενοι στην εποικοδομητική κριτική του «κεφαλαιο-κεντρισμού» που διατύπωσαν οι Gibson-Graham (2006), διαγράφουμε εδώ το ιστορικό περίγραμμα μιας ετερογενούς οικονομίας που δεν υπάγεται πλήρως σε καμία ενιαία λογική, δύναμη ή κυρίαρχη δομή. Ανάκατα μείγματα οικονομικών πρακτικών, συγκρουόμενων πολιτικών κοινωνικής συνεργασίας και ηθικής της αλληλεγγύης, μοναδικές, εύθραυστες πρωτοβουλίες αυτοδιαχείρισης αποκαλύπτουν στιγμές έντασης, ανοικτότητας και ποικιλομορφίας σε έναν ηγεμονικό κρατικό-καπιταλιστικό σχηματισμό που διέπεται από άλλους καθορισμούς. Η ανάλυση αυτή μας δείχνει –και αυτό είναι το κρισιμότερο σημείο- ότι αν αρχίσουμε να βλέπουμε τις εναλλακτικές δραστηριότητες και διαστάσεις ως διάχυτες, βιώσιμες και με διάρκεια στον χρόνο «μπορεί να υποκινηθούμε εδώ και τώρα να κτίσουμε ενεργά επάνω τους για να μετασχηματίσουμε τις τοπικές μας οικονομίες» (Gibson-Graham 2006, xxiv). «Οι μελλοντικές δυνατότητες γίνονται πιο βιώσιμες αν δούμε ότι υπάρχουν ήδη, αλλά υπό το φως μιας διαφορετικής φαντασίας» (ε.α. xxxi).
α. Συνεταιρισμοί
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί βρίσκονται στην καρδιά της παραγωγικής δραστηριότητας όπου αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε η κοινωνική συνεργασία και η εργατική αυτοδιαχείριση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ενώσεις για την από κοινού εκτροφή και διάθεση αμνοεριφίων –τα λεγόμενα «τσελιγγάτα» ή «κοινάτα»- υπήρχαν για πολλούς αιώνες πριν την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους. Ένας από τους πρώτους, ίσως, στον κόσμο βιομηχανικός-γεωργικός συνεταιρισμός ιδρύθηκε στα Αμελάκια για την επεξεργασία και την βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα που παρήγαγαν από το φυτό ριζάρι (Young 1984, Νασιούλας 2012, 156). Η ψήφιση του πρώτου νόμου για τους συνεταιρισμούς το 1915 σηματοδότησε το ξεκίνημα ενός μεγάλου αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος. Την πρώτη δεκαετία που ακολούθησε, οι προσπάθειες των πρώτων αγροτικών και αστικών συνεταιρισμών, με την αρωγή επιφανών υποστηρικτών των συνεταιρισμών την εποχή εκείνη, οδήγησε στη δημιουργία 2500 πρωτοβάθμιων αγροτικών συνεταιρισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους εξασφάλιζαν πιστώσεις για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα των τοκογλύφων που κατέστρεφε τους απλούς αγρότες (Καμενίδης 1996, 138; Kρουσταλλάκη-Μπεβεράτου 1990, 125, 130-131).
Oι μεταπτώσεις του αγροτικού συνεργατισμού από τότε αντανακλούν ιστορικές αναταραχές, πολιτικές παρεμβάσεις, ακατάλληλα νομικά πλαίσια και την έλλειψη εσωτερικής συνοχής και στράτευσης από τα μέλη του (Παπαγεωργίου 2010, 34). Ωστόσο, ο αριθμός των πρωτοβάθμιων τοπικών ενώσεων κυμάνθηκε μεταξύ 5000 και 7000 καθόλη αυτή την περίοδο, με τη συμμετοχή 500 000 ως 750 000 αγροτών κατά μέσο όρο (ΠΑΣΕΓΕΣ 2013; Young 1984; Kαμενίδης 1996, 138). Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί επισκίασαν κάθε άλλο είδος συνεταιριστικής δραστηριότητας στην κοινωνική οικονομία της σύγχρονης Ελλάδας, αντιπροσωπεύοντας το 90% περίπου όλων των συναφών δραστηριοτήτων (Young 1984). Στη Μεταπολίτευση, οι πρωτοβάθμιες, οι περιφερειακές και οι εθνικές ενώσεις επικεντρώθηκαν στην προμήθεια αγροτικών πρώτων υλών (σπόρων, λιπασμάτων, μηχανών κλπ.), στην επεξεργασία γεωργικών προϊόντων (δημητριακών, εσπεριδοειδών, λαδιού, καπνού κλπ.) και στις υπηρεσίες (κατάρτιση, μεταφορές και διαφήμιση, μεταξύ άλλων (Παπαγεωργίου 2010, 37, Κολύμβας 1991, 96-98).
Αυτοί οι τύποι ενώσεων των παραγωγών συντάχθηκαν σε γενικές γραμμές με τις διεθνείς αρχές του σύγχρονου συνεταιριστικού κινήματος: δημοκρατικός έλεγχος των επιμέρους ενώσεων και των συνενώσεων ανώτερου βαθμού (με βάση την αρχή ένα πρόσωπο, μία ψήφος), παραγωγή προσαρμοσμένη στις κοινωνικές ανάγκες, αλληλοβοήθεια μεταξύ των παραγωγών (Κρουσταλλάκη-Μπεβεράτου 1990, 130, 141). Ορισμένοι από αυτούς έχουν να επιδείξουν σημαντικά οικονομικά επιτεύγματα και έμπρακτη κοινωνική αλληλεγγύη, ενώ καθόλη την ιστορία του το κίνημα συνέβαλε κρίσιμα στην ανάπτυξη της υπαίθρου, την κατασκευή ζωτικών υποδομών και την επιβίωση των μικρών γεωργών (Παπαγεωργίου 2010, 38; Kλήμης 1991, 110-111; Kρουσταλλάκη-Μπεβεράτου 1990, 129). Αλλά παρέμεινε εν πολλοίς υπό κρατικό έλεγχο, δέσμιο των σχέσεων πολιτικής πατρωνείας, από τις απαρχές του, γεγονός που εμπόδισε την ανάδυση ενός αυτόνομου και συνειδητού συνεταιριστικού κινήματος (Kρουσταλλάκη-Μπεβεράτου 1990, 130-133).
Τη δεκαετία του ’80, ο «σοσιαλισμός» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ενέτεινε τον κρατικό εναγκαλισμό των μεγάλων αγροτικών συνεταιρισμών σε βαθμό ασφυξίας (Παπαγεωργίου 2010, 39). Το κυβερνών κόμμα επεδίωξε να τους χρησιμοποίησει ως οχήματα για τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» μέσω της δημιουργίας «αγροτο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων». Τους αξιοποίησε επίσης ως εργαλεία άσκησης κρατικής πολιτικής σε τομείς που δεν διέθετε εμπειρία ή επαρκή ικανότητα για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων. Ως αποτέλεσμα, οι συνεταιρισμοί υπερστελεχώθηκαν, αύξησαν δραματικά τα χρέη τους στην Αγροτική Τράπεζα σε μη βιώσιμα επίπεδα, πλήρωναν τα προϊόντα των παραγωγών σε τιμές ανώτερες της αγοράς και έκαναν επισφαλείς επενδύσεις. Οι κομματικές παρεμβάσεις, κυρίως από τους σοσιαλιστικές και το ΚΚΕ, και οι πελατειακές σχέσεις από την πλευρά των συνεταιρισμένων γεωργών στρέβλωσαν τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής προς όφελος βραχυπρόθεσμων συμφερόντων, επιτείνοντας την κακοδιαχείριση, τη διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση των αγροτικών συνεταιρισμών (Παπαγεωργίου 2010, 39-42; Kολύμβας 1991, 102-103).
Στα τέλη της δεκατίας του ’80, η Αγροτική Τράπεζα έπρεπε να κάνει εκκαθάριση υψηλών χρεών και απαίτησε την ανάκτησή τους από την κυβέρνηση και τους συνεταιρισμούς. Ως αποτέλεσμα, οι τελευταίοι έχασαν γρήγορα τη ρευστότητά τους, απώλεσαν τη θέση τους στις αγορές, αναγκάστηκαν να πουλήσουν πάγια κεφάλαια, και βασικές περιφερειακές και εθνικές ενώσεις διαλύθηκαν προς όφελος ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων (Παπαγεωργίου 2010, 39-41). Στην κοινή γνώμη, οι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί έγιναν συνώνυμοι με την αναποτελεσματικότητα, την οικονομική αποτυχία, την εκτεταμένη διαφθορά των πολιτικών κομμάτων και των γεωργών, την εξάρτηση από υψηλές κρατικές επιχορηγήσεις, την κλοπή δημόσιου πλούτου και τα κομματικά συμφέροντα.
Από τη μία, ένας σημαντικός αριθμός των αγροτικών συνεταιρισμών που απομένουν είναι οικονομικά βιώσιμοι και ορισμένοι μάλιστα είναι ιδιαίτερα επιτυχημένοι στις ειδικές αγορές τους. Αναπτύσσουν την τοπική παραγωγή με οικολογικούς όρους, υποστηρίζοντας τους μικροπαραγωγούς απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και τα εταιρικών μοντέλα των agri-business (Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσπρωτίας 2012, Ένωση Συνεταιρισμών Θρακικών Προϊόντων 2011). Από την άλλη, η βίαιη νεοφιλελεύθερη στροφή στις κυβερνητικές πολιτικές βάλλει επίσης εναντίον των υπολειμμάτων του αγροτικού συνεργατισμού στην Ελλάδα. Η νέα νομοθεσία που ψηφίστηκε το 2011 αναγκάει τις πρωτοβάθμιες ενώσεις να ιδρύσουν ανώνυμες εταιρίες αν θέλουν να συνενωθούν, καταργώντας τις δευτεροβάθμιες περιφερειακές και εθνικές ενώσεις, και ενίσχυοντας παράλληλα τον κρατικό έλεγχο πάνω στο συνεταιριστικό κίνημα (Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσπρωτίας 2012, Νόμος 4015, 2011). Επιπλέον, το 2012 η Αγροτική Τράπεζα εκχωρήθηκε σε ιδιωτική τράπεζα, αφήνοντας τους συνεταιρισμούς με ελάχιστες πηγές χρηματοδότησης.
Απέναντι σε αυτή τη βάναυση νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου, τη βαθιά ύφεση που προκάλεσαν τα καταστροφικά μέτρα λιτότητας, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, ιδιωτικοποίηση και εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας, το θεσμικό συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα επιδιώκει τώρα να ανασυσταθεί σε νέες βάσεις. Διεκδικεί την ανεξαρτησία του από το κρατικό πολιτικό σύστημα και τις ολιγοπωλιακές δυνάμεις της αγοράς, επιστρέφοντας στις διεθνείς αρχές του συνεταιρίζεσθαι: δημοκρατική αυτοδιαχείριση στη βάση της ισότητας, στενή συνεργασία και συνομοσπονδία των διαφόρων αγροτικών ενώσεων στο τοπικό, το περιφερειακό, το εθνικό και το διεθνές επίπεδο, μέριμνα για την κοινότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη (ΠΑΣΕΓΕΣ 2011). Μένει να δούμε αν η άνευ προηγουμένου επίθεση του νεοφιλελεύθερου κράτους και του κεφαλαίου θα ωθήσει τους αγρότες να συγκροτήσουν αυτόνομες και συμμετοχικές οργανώσεις που θα ενταχθούν σε μια νέα, ευρύτερη κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης ενάντια στην εταιρική και την κρατική εξουσία.
Εργατικός έλεγχος
Οι ελληνικές εργασιακές σχέσεις διακρίνονται εν γένει από την ισχνή συμμετοχή των εργατών στη διαχείριση των επιχειρήσεων. Οι περισσότερες απόπειρες σε αυτή την κατεύθυνση ήταν σποραδικές, βραχύβιες και ανεπιτυχείς στο τέλος (Kουτρούκης και Jecchinis 2008, 31). Μεταξύ των λίγων παραδειγμάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης, το παλιότερο ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ιδρύθηκαν εργατικά συμβούλια στα ορυχεία σμύριδας στη Νάξο. Επιφανή μεταγενέστερα παραδείγματα περιλαμβάνουν τα εργοστασιακά συμβούλια που λειτουργούσαν άτυπα σε βιομηχανίες υποδημάτων και καπνού στη Β. Ελλάδα μεταξύ του 1920 και του 1936.
Την επαύριο της μικρασιατικής καταστροφής στη Μ. Ασία το 1922, η κοινωνική κρίση εντάθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, πυροδοτώντας την ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού κινήματος. Το συνδικάτο των καπνεργατών ήταν μεταξύ των πολυπληθέστερων, των καλύτερα οργανωμένων και πιο συνειδητοποιημένων ταξικά, ενώ διατηρούσε στενούς δεσμούς με το νεοπαγές Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι καπνεργάτες στη Β. Ελλάδα ξεκίνησαν το σημαντικότερο πείραμα εργατικής συμμετοχής ως τις μέρες τους. Έστησαν άτυπες εργοστασιακές επιτροπές που εκλέγονταν άμεσα από τους εργάτες και προωθούσαν την άμεση αυτοδιαχείριση της εργασίας. Οι επιτροπές συνδέεονταν με τα συνδικάτα, τα ενημέρωναν για τις συνθήκες εργασίας και παρακολουθούσαν την τήρηση των συλλογικών συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας από την εργοδοσία. Υπερασπίζονταν τα εργατικά δικαιώματα, προήγαν την αυτοεκπαίδευση των εργατών στους εργασιακούς χώρους και εκπροσωπούσαν το συμφέροντα της εργασίες στις διαπραγματεύσεις και τους αγώνες με το κεφάλαιο. Παρά τα μέτρα καταστολής και τις διώξεις των εργατικών επιτροπών που ξανάρχισαν με νέα ένταση το 1929, κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τους αγώνες μέχρι το 1936, όταν επιβλήθηκε το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά (Kουτρούκης 1989, 44-47).
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σύμπραξη στη χάραξη πολιτικών από εκπροσώπους της εργασίας καθιερώθηκε σε εθνικό επίπεδο, όπως στο Συμβούλιο Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής. Αλλά ο ουσιαστικός εργατικός έλεγχος έλαμπε δια της απουσίας του στις περισσότερες ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις. Τ0 1983 μόλις θεσπίστηκε μια νέα νομοθεσία που προωθούσε την εργατική συμμετοχή σύμφωνα με τη «σοσιαλιστική ιδεολογία» της νέας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (Ράφτης και Σταυρουλάκης 1991, 294). Tα αποτελέσματα ήταν πολύ φτωχά, καθώς η ανεξάρτητη κινητοποίηση των ίδιων των εργαζομένων ήταν ελάχιστη και η όποια πραγματική τους εμπλοκή επισκιαζόταν από τον καθοριστικό ρόλο των κυβερνητικών φορέων, των πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών μερίδων. Οι διαδικασίες της ιδιωτικοποίησης που ξεκίνησαν στις αρχές του ’90 και συνεχίζουν σήμερα με ταχύτερους ρυθμούς έβαλαν την ταφόπλακα σε αυτά τα σχέδια κοινωνικοποίησης εκ των άνω (Kουτρούκης και Jecchinis 2008, 35).
Εν γένει, η αποτυχία των νομοθετικών πρωτοβουλιών και των κρατικών πολιτικών που υποστήριζαν τον εργατικό έλεγχο τη δεκαετία του ’80 και του ’90 θα πρέπει να αποδοθεί σε μια σειρά αλληλοδιαπλεκόμενους παράγοντες: τις εχθρικές στάσεις και τις προσπάθειες χειραγώγησης εκ μέρους των επιχειρήσεων και των συνδικάτων∙ την κουλτούρα αυταρχισμού της διαχείρισης στους χώρους εργασίας∙ τον κρατικό παρεμβατισμό∙ την έλλειψη μιας παράδοσης συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων∙ τα εργατικά αιτήματα ήταν γενικότερα στο περιεχόμενό τους και ξεπερνούσαν το πλαίσιο επιμέρους εργασιακών χώρων∙ η συνδικαλιστική δράση και συνδιοίκηση δεν ήταν νομικά κατοχυρωμένες για μεγάλο διάστημα∙ έλειπε η επαρκής κατανόηση, τα κίνητρα, η εκπαίδευση και το ενδιαφέρον εκ μέρους της εργασίας∙ στις σχέσεις εργασίας υπήρχε έντονη κομματική πόλωση. Το κυριότερο είναι ότι στην ελληνική παραγωγή «οι συμμετοχικές ρυθμίσεις καθιερώθηκαν μόνον μέσω της νομοθεσίας, ενώ στις ΗΠΑ και στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες οι νομικές πρόνοιες έρχονταν κυρίως να επικυρώσουν ρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί ήδη από τη συνήθεια και την πρακτική» (Ράφτης και Σταυρουλάκης 1991, 295).
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατά την ίδια περίοδο οι εργάτες κινητοποιήθηκαν μαχητικά και ασχολήθηκαν ενεργά με τη διαχείριση των επιχειρήσεων όπου εργάζονταν. Θα επικεντρωθούμε σε δυο παραδείγματα εργατικού ελέγχου που βασίστηκαν σε αυθόρμητες πρωτοβουλίες των ίδιων των εργατών, σε δύο εταιρίες όπου δεν λειτουργούσαν επίσημα συνδικάτα (ε.α. 297).
Η εταιρία Ι. Παντελεμίδης, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, παρήγαγε μηχανικά εξαρτήματα στα οποία διέθετε σχεδόν το μονοπώλιο της παραγωγής στην Ελλάδα. Όταν πέθανε ο ιδρυτής της το 1981, οι κληρονόμοι του αρνήθηκαν να τον διαδεχθούν στην εταιρία εξαιτίας των υψηλών χρεών της, και το εργοστάσιο απειλούνταν με άμεσο κλείσιμο. Οι 23 εργαζόμενοί του κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο και τον Νοέμβριο του 1981 αποφάσισαν να αναλάβουν το εργοστάσιο με τη βοήθεια των τοπικών δημοτικών αρχών και του σωματείου εργατών μετάλλου. Αυτή ήταν μια γνήσια και μαχητική εργατική κατάληψη του εργοστασίου. Δεν υπήρχε κανένα νομικό πλαίσιο για μια τέτοια πρωτοβουλία, και η εταιρία βρισκόταν σε νομικό κενό και έπρεπε να λειτουργεί ανεπίσημα (ε.α 307, Κουτρούκης 1989, 50-52). Οι εργάτες είχαν στενές σχέσεις με την εταιρία και μεταξύ τους, καθώς οι περισσότεροι ήταν μεταξύ πενήντα και εξήντα ετών και εργάζονταν στο εργοστάσιο από την αρχή. Κόμματα και συνδικάτα δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στην καθημερινή τους δραστηριότητα και στη λήψη των αποφάσεων.
Η Γενική Συνέλευση λειτουργούσε ως το κύριο διοικητικό όργανο αλλά, σταδιακά, μια επιτροπή συντονισμού παραγωγής, που αποτελούνταν από τρία ανεπίσημα εκλεγμένα και ανακλητά μέλη, ανέλαβε τη διαχείριση του εργοστασίου. Αρχικά οι εργάτες είχαν ενθουσιασμό για την επιχείρησή τους και πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα, αυξάνοντας την παραγωγικότητα κατά 100% τους πρώτους μήνες, αυξάνοντας ταυτόχρονα τους μισθούς τους και μειώνοντας τον χρόνο εργασίας τους. Αργότερα, ωστόσο, επήλθε μια πτώση της παραγωγικότητας καθώς μειώθηκε ο ενθουσιασμός και το ενδιαφέρον τους, οι ρυθμοί εργασίας έγιναν χαλαροί και υπήρχε μια έλλειψη αποτελεσματικού επιχειρηματικού σχεδιασμού. Αντικειμενικά και υποκειμενικά εμπόδια, όπως τα διαρκή γραφειοκρατικά κωλύματα, η προχωρημένη ηλικία τωνπερισσότερων εργατών που σύντομα θα έβγαιναν στη σύνταξη, η έλλειψη κατάλληλου υπόβαθρου καθώς και ταξικής και πολιτικής συνείδησης συνέβαλαν σε αυτό το ατυχές αποτέλεσμα. Εξίμισι χρόνια μετά την αρχική ανάληψη του εργοστασίου, οι εναπομείναντες εργάτες παρέδωσαν την ιδιοκτησία του στον Δήμο Ευόσμου (ε.α.).
Παρόμοια ήταν και η εμπειρία της Υφαντουργίας Κουλιστανίδης την ίδια περίοδο, και πάλι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τα μεγάλα χρέη ανάγκασαν την εταιρία να κάνει παύση πληρωμών τον Φεβρουάριο του 1980. Τον Οκτώβριο του 1980 οι 117 εργαζόμενοι που παρέμεναν στην επιχείρηση ζήτησαν από τον γιο του πρώην ιδιοκτήτη να αναλάβει τη θέση του έκτακτου διαχειριστή, ενώ ένας ελεγκτής διορισμένος από τα δικαστήρια ήλεγχε όλες τις δοσοληψίες. Στα τέλη του 1983, τα βάρη του χρέους έκαναν αναπόφευκτο το κλείσιμο της εταιρίας, αλλά στο μεταξύ οι εργάτες είχαν διαχειριστεί μόνοι τους την επιχείρηση, οργανώνοντας την παραγωγή και κάνοντας δοσοληψίες με τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και κρατικούς φορείς. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν συλλογικά και συχνά ομόφωνα από όλους τους εργάτες.
Υπάρχουν πολλές σημαντικές συνάφειες με την περίπτωση του εγχειρήματος Παντελεμίδη, που μπορούν να φωτίσουν την εξέλιξη και του εγχειρήματος Κουλιστανίδη. Το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν κυρίως από εργάτες πενήντα με εξήντα ετών που συνεργάζονταν επί μακρός. Απέφευγαν την κομματική πολιτική και τον θεσμικό συνδικαλισμό και αρνήθηκαν να ιδρύσουν συνδικάτο για αυτούς τους λόγους. Προτιμούσαν απεναντίας να λειτουργούν αυτόνομα χωρίς καμία επίσημη δομή, σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπάρχη κανένα νομικό πλαίσιο ή άλλος αναγνωρισμένος φορέας για να υποστηρίξει και νομιμοποιήσει την αυτόνομη δράση τους (Ράφτης και Σταυρουλάκης 1991, 302).
Παρά την τελική τους κατάρρευση, και τα δύο παραδείγματα ανεξάρτητης κινητοποίησης των εργατών και συλλογικού ελέγχου πραγματοποιήθηκαν σε ένα δυσμενές περιβάλλον όπου έπρεπε να βαδίσουν σε ένα μοναχικό δρόμο χωρίς προηγούμενο. Η ικανότητα που επέδειξαν να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τη βιομηχανική τους παραγωγή κόντρα στο ρεύμα, χωρίς να διαθέτουν καμία σχετική εμπειρία, μαρτυρεί τις λανθάνουσες δυνατότητες της εργασίας για αυτοδιεύθυνση. Οι δεσμοί που σφυρηλάτησαν επί δεκατίες εργαζόμενοι από κοινού και η επιμονή τους να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τους κομματικούς μηχανισμούς και τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό συνέβαλαν στα περιορισμένα αλλά εξαιρετικά τους επιτεύγματα. Από την άλλη, πολιτισμικά στοιχεία που συνδέονται με τη διαμόρφωση παθητικών και καταναλωτικών υποκειμένων τα οποία αδιαφορούν για την εργατική δημοκρατία, η απουσία ενός ευρύτερου εργατικού και κοινωνικού κινήματος που να υποθάλπει την αυτονομία και την αλληλεγγύη, η έλλειψη ενός υποστηρικτικού χρηματοοικονομικού, νομικού και πολιτικού πλαισίου και η ανυπαρξία ενός δικτύου αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων και κοινοτήτων εξηγούν τον βραχύ τους βίο και την τελική τους πτώση.
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου